τάλκωση

τάλκωση
η, Ν
ιατρ. μορφή πνευμονοκονίασης που εμφανίζεται σε προδιατεθειμένα άτομα εκτεθειμένα σε επανειλημμένη εισπνοή σκόνης τάλκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. talcosis < talc (βλ. λ. τάλκης) + κατάλ. -osis (< -ωσις < ρ. σε -όω, -)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”